WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
gap year n | (school-leaver's one-year break) | διάλειμμα ενός χρόνου πριν τις σπουδές στο πανεπιστήμιο |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται περιφραστικά κατά περίπτωση. |
| We offer paid placements for students in their gap year. |
| I'm not sure how I want to spend my gap year. |
| Προσφέρουμε πρακτική άσκηση επί πληρωμή για τους μαθητές που κάνουν διάλειμμα ενός χρόνου πριν φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο. // Δεν ξέρω ακόμα σίγουρα πώς θέλω να περάσω τη χρονιά πριν πάω για σπουδές. |